1. Βόλτα ή βόλτα:«Dieron un paseo por el parque» (Πήγαν μια βόλτα στο πάρκο).
2. Λεωφόρος ή περίπατος:«El paseo de la Reforma es una famosa avenida en la Ciudad de México» (Η λεωφόρος Reforma είναι ένας διάσημος παραλιακός δρόμος στην Πόλη του Μεξικού).
3. Βόλτα ή ξενάγηση:«Hicieron un paseo en barco por la costa» (Έκαναν βόλτα με βάρκα κατά μήκος της ακτής).
4. Σε ορισμένα πλαίσια, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε εμπορικό κέντρο ή στοά:«Vamos al paseo a comprar ropa» (Πάμε στο εμπορικό κέντρο να αγοράσουμε ρούχα).
Η συγκεκριμένη έννοια του "paseo" μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται.