1. Ηλικιωμένοι, ηλικιωμένοι ή ηλικιωμένοι.
Παράδειγμα:"El hombre viego estaba sentado en el banco." (Ο γέρος καθόταν στον πάγκο.)
2. Φθαρμένο, φθαρμένο ή ερειπωμένο.
Παράδειγμα:"La casa vieja estaba en ruinas." (Το παλιό σπίτι ήταν ερειπωμένο.)
3. Αρχαία, ιστορικής σημασίας ή μακραίωνης.
Παράδειγμα:"La iglesia vieja data del siglo XVI." (Η παλιά εκκλησία χρονολογείται από τον 16ο αιώνα.)
4. Παραδοσιακό, εθιμικό ή καθιερωμένο.
Παράδειγμα:"Las viejas costumbres del pueblo han cambiado con el tiempo." (Τα παλιά έθιμα της πόλης έχουν αλλάξει με την πάροδο του χρόνου.)
5. Οικείο ή οικείο, που χρησιμοποιείται συχνά για να απευθυνθεί σε φίλο ή μέλος της οικογένειας.
Παράδειγμα:"¡Hola, viego! ¿Cómo estás?" (Γεια σου παλιόφιλε! Πώς είσαι;)