1. Tuo (Κινέζικα 托):
* Για μεταφορά, κράτημα ή υποστήριξη.
* Για ανάθεση, αποστολή ή ανάθεση.
* Για να ζητήσετε, να ζητήσετε ή να κάνετε ένσταση.
* Ένα δίσκο, πιατέλα ή στήριγμα.
2. Tuo (Φινλανδικά tuho):
* Καταστροφή, καταστροφή.
* Καταστροφή, πτώση ή απώλεια.
* Ζημιά, βλάβη ή τραυματισμός.
3. Tuo (Ιταλικά Tuò):
* Σου (αρσενικό ενικό κτητικός τύπος).
* Χρησιμοποιείται σε άτυπη ομιλία ή γραφή.
4. Tuo (ισπανικά tú):
* Εσείς (άτυπη ενική αντωνυμία).
* Χρησιμοποιείται σε ανεπίσημες ρυθμίσεις ή όταν μιλάτε με κάποιο κοντινό ή οικείο άτομο.
5. Tuo (Παλαιοσκανδιναβικά þú):
* Εσύ, εσύ (η β ́ ενικού προσώπου αντωνυμία).
* Αρχαϊκή ή ποιητική μορφή στις σύγχρονες γλώσσες.
6. Tuo (Βιρμανικά တို):
* Για να πλησιάσετε, να προχωρήσετε ή να πλησιάσετε.
* Για να πλησιάσετε, να πλησιάσετε ή να συγκλίνετε.
* Ένα σωματίδιο παρόμοιας σημασίας.