- Ντράπερ είναι το άτομο του οποίου το επάγγελμα είναι η εμπορία υφασμάτων, ιδιαίτερα το λιανικό εμπόριο.
- Ένα κομμάτι ύφασμα ή ύφασμα που χρησιμοποιείται για να καλύψει ή να κρεμάσει πάνω από κάτι, ειδικά ένα παράθυρο ή μια πόρτα.
- Μια συσκευή για το άνοιγμα και το κλείσιμο ενός παραθύρου ή μιας πόρτας. Ένα ηλεκτρονικό κλείστρο σε συσκευές όπως κάμερες και υπολογιστές.
- Στα χρηματοοικονομικά, ένα draper αναφέρεται σε έναν τίτλο που χρησιμοποιείται για την παροχή πρόσθετης ασφάλειας για την ενίσχυση μιας συμφωνίας δανεισμού.
- Άτομο που ειδικεύεται στο ντύσιμο υφασμάτων για ρούχα ή διακοσμητικούς σκοπούς.