Τα άλμπουμ είναι συχνά θεματικά και μπορεί να περιέχουν κομμάτια που σχετίζονται μεταξύ τους ως προς το στυλ, τη διάθεση ή το θέμα. Τα άλμπουμ μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν μπόνους κομμάτια, τα οποία είναι κομμάτια που δεν περιλαμβάνονται στο κύριο άλμπουμ αλλά κυκλοφορούν μαζί του.
Ο όρος "άλμπουμ" μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί σε μια συλλογή κομματιών που δεν είναι απαραίτητα από τον ίδιο καλλιτέχνη. Για παράδειγμα, ένα άλμπουμ συλλογής μπορεί να περιλαμβάνει κομμάτια από διάφορους καλλιτέχνες ή ένα άλμπουμ soundtrack μπορεί να περιέχει κομμάτια από ταινία ή τηλεοπτική εκπομπή.
Η ιστορία του άλμπουμ χρονολογείται από τις πρώτες μέρες της ηχογραφημένης μουσικής. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Emile Berliner εφηύρε το γραμμόφωνο, το οποίο επέτρεψε τη μαζική παραγωγή δίσκων φωνογράφου. Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη του άλμπουμ ως τρόπο οργάνωσης και πώλησης δίσκων φωνογράφου.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, τα άλμπουμ έγιναν όλο και πιο δημοφιλή ως τρόπος παρουσίασης της δουλειάς ενός μουσικού. Τα άλμπουμ επέτρεπαν στους μουσικούς να παρουσιάσουν μεγαλύτερο όγκο δουλειάς από ό,τι ήταν δυνατό σε έναν μόνο δίσκο φωνογράφου, και επέτρεπαν επίσης στους μουσικούς να ελέγχουν τη σειρά των κομματιών τους.
Στη δεκαετία του 1950, η εφεύρεση του δίσκου μεγάλης αναπαραγωγής (LP) οδήγησε σε μια άνθηση στην αγορά των άλμπουμ. Τα LP επέτρεπαν μεγαλύτερα άλμπουμ και παρείχαν επίσης καλύτερη ποιότητα ήχου από τους δίσκους φωνογράφου.
Στη δεκαετία του 1980, η εισαγωγή του compact δίσκου (CD) οδήγησε σε πτώση στην αγορά άλμπουμ. Τα CD ήταν πιο φορητά από τα LP και παρείχαν επίσης καλύτερη ποιότητα ήχου. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, έχει αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για τους δίσκους βινυλίου και τα άλμπουμ γίνονται ξανά δημοφιλή ως τρόπος παρουσίασης της δουλειάς ενός μουσικού.
Σήμερα, τα άλμπουμ κυκλοφορούν σε διάφορες μορφές, όπως CD, δίσκους βινυλίου και ψηφιακές λήψεις. Τα άλμπουμ μπορούν να αγοραστούν σε δισκοπωλεία, διαδικτυακά καταστήματα λιανικής και υπηρεσίες ροής.