* επίθετο:
> 1. (ενός ατόμου ή του τρόπου του) ντροπαλός, συγκρατημένος ή σεμνός.
_> _Του χάρισε ένα αναστατωμένο χαμόγελο._
> 2. (παρατήρησης, ερώτησης ή ενέργειας) εσκεμμένα προκλητική ή πειραγμένη.
_> _ μια ανατριχιαστική αναφορά στο παρελθόν του_