Η πρώτη στροφή του ποιήματος θέτει το σκηνικό με μια περιγραφή των δρόμων της πόλης γεμάτες με κόσμο που βιάζεται να γυρίσει σπίτι από τη δουλειά. Ο ποιητής χρησιμοποιεί την επανάληψη της λέξης «έξι» για να δημιουργήσει την αίσθηση του ρυθμού και να τονίσει το επείγον της στιγμής.
Στη δεύτερη στροφή, ο ποιητής χρησιμοποιεί μια σειρά από μεταφορές για να συγκρίνει την πόλη με ζούγκλα και πεδίο μάχης. Αυτή η εικόνα μεταφέρει μια αίσθηση κινδύνου και χάους, αλλά και μια αίσθηση ενθουσιασμού και ενέργειας.
Η τρίτη στροφή επικεντρώνεται στους ανθρώπους που έχουν παγιδευτεί στη συντριβή των ωρών αιχμής. Ο ποιητής χρησιμοποιεί ποικίλες παρομοιώσεις για να συγκρίνει τους ανθρώπους με ζώα και μηχανές. Αυτή η εικόνα τονίζει τα απανθρωπιστικά αποτελέσματα της πόλης και τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να αισθάνονται σαν να είναι απλά γρανάζια σε μια τεράστια μηχανή.
Η τέταρτη στροφή του ποιήματος προσφέρει μια στιγμή ανάπαυσης από το χάος της πόλης. Ο ποιητής περιγράφει έναν άντρα που σταματά για να παρακολουθήσει μια ομάδα παιδιών να παίζουν. Αυτή η σκηνή δίνει μια αντίθεση με τον ταραχώδη ρυθμό της πόλης και μια υπενθύμιση των απλών απολαύσεων στη ζωή.
Στην τελευταία στροφή του ποιήματος, ο ποιητής επιστρέφει στην εικόνα της πόλης. Χαρακτηρίζει την πόλη ως ένα «τέρας» που «καταπίνει» τον κόσμο. Αυτή η εικόνα μεταδίδει μια αίσθηση προαισθήματος και υποδηλώνει ότι η πόλη είναι ένα επικίνδυνο μέρος που θα μπορούσε τελικά να καταναλώσει όσους ζουν σε αυτήν.
Συνολικά, "Six P.M." είναι ένα δυνατό ποίημα που αποτυπώνει την ουσία μιας πόλης στο απόγειο της βραδινής ώρας αιχμής. Το ποίημα χρησιμοποιεί μια ποικιλία ποιητικών μηχανισμών για να δημιουργήσει μια αίσθηση κίνησης, επείγοντος και χάους. Το ποίημα διερευνά επίσης θέματα απανθρωποποίησης και αναζήτησης νοήματος σε ένα σύγχρονο, αστικό περιβάλλον.