Τι σημαίνει loco;
Το Loco είναι μια ισπανική λέξη που σημαίνει «τρελός» ή «τρελός». Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που συμπεριφέρεται με περίεργο ή απρόβλεπτο τρόπο. Η λέξη μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό για να αναφέρεται σε ένα άτομο που θεωρείται ότι είναι ψυχικά άρρωστο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η λέξη loco χρησιμοποιείται με χιουμοριστικό τρόπο για να περιγράψει κάποιον που είναι απλώς παιχνιδιάρης ή ανόητος.