Πρώτον, το τραγούδι απαιτεί διαφορετική χρήση των φωνητικών χορδών από την ομιλία. Όταν τραγουδάμε, χρησιμοποιούμε τις φωνητικές μας χορδές για να παράγουμε ένα σταθερό τόνο, το οποίο μπορεί να είναι δύσκολο να γίνει με μια προφορά. Επιπλέον, το τραγούδι συχνά περιλαμβάνει τη χρήση ευρύτερου φάσματος φωνητικών τεχνικών από την ομιλία, κάτι που μπορεί να κρύψει περαιτέρω μια προφορά.
Δεύτερον, οι τραγουδιστές συχνά κάνουν μαθήματα ή εκπαιδεύονται για να βελτιώσουν τη φωνητική τους τεχνική. Αυτή η εκπαίδευση μπορεί να τους βοηθήσει να αναπτύξουν μια πιο ουδέτερη προφορά που είναι πιο κατάλληλη για τραγούδι. Επιπλέον, οι τραγουδιστές μπορεί συνειδητά να προσπαθήσουν να χάσουν τις προφορές τους όταν τραγουδούν για να κάνουν τη φωνή τους να ακούγεται πιο ευχάριστη ή να ταιριάζει καλύτερα σε ένα συγκεκριμένο μουσικό στυλ.
Τρίτον, η ακουστική ενός τραγουδιστικού περιβάλλοντος μπορεί επίσης να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο ακούγεται η προφορά ενός τραγουδιστή. Για παράδειγμα, ένας τραγουδιστής που παίζει σε μια μεγάλη αίθουσα συναυλιών μπορεί να διαπιστώσει ότι η προφορά του είναι λιγότερο αισθητή από ό,τι αν έπαιζε σε ένα μικρό δωμάτιο ή σε έναν υπαίθριο χώρο.
Συνολικά, υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που μπορούν να συμβάλουν στο να χάσει ένας τραγουδιστής την προφορά του όταν τραγουδά. Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν τις σωματικές απαιτήσεις του τραγουδιού, την φωνητική εκπαίδευση και την ακουστική του τραγουδιστικού περιβάλλοντος.