Κατά την εποχή του μπαρόκ, που εκτείνεται από τις αρχές του 17ου έως τα μέσα του 18ου αιώνα, το βιολί εξακολουθούσε να είναι ένα σχετικά νέο όργανο και δεν χρησιμοποιούνταν πάντα ως εξέχον μέρος της ορχήστρας. Αντίθετα, άλλα όργανα όπως το τσέμπαλο, το λαούτο και η βιόλα ντα γκάμπα εμφανίζονταν πιο συχνά.
Ωστόσο, τα βιολιά χρησιμοποιήθηκαν σε μπαρόκ ορχήστρες και ο αριθμός τους μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το μέγεθος του συνόλου και το μουσικό ύφος του κομματιού που εκτελείται. Γενικά, μια μπαρόκ ορχήστρα μπορεί να έχει από ένα έως τέσσερα βιολιά, με τις μεγαλύτερες ορχήστρες να έχουν μεγαλύτερο αριθμό βιολιών.
Για παράδειγμα, ένα μικρό μπαρόκ σύνολο, όπως μια ορχήστρα δωματίου, μπορεί να έχει μόνο ένα ή δύο βιολιά, ενώ μια μεγαλύτερη ορχήστρα, όπως αυτή που θα ερμηνεύει μια όπερα, μπορεί να έχει τέσσερα ή περισσότερα βιολιά. Επιπλέον, ορισμένοι συνθέτες του μπαρόκ έγραψαν συγκεκριμένα έργα που περιείχαν ένα εξέχον σόλο βιολιού, όπως κοντσέρτα και σονάτες, που φυσικά θα απαιτούσαν τουλάχιστον ένα βιολί στην ορχήστρα.
Συνολικά, ενώ τα βιολιά δεν ήταν τόσο πολλά σε μια μπαρόκ ορχήστρα όσο σε μια σύγχρονη συμφωνική ορχήστρα, εξακολουθούσαν να αποτελούν σημαντικό μέρος του συνόλου και η παρουσία τους συνέβαλε στον μοναδικό και ξεχωριστό ήχο της μπαρόκ μουσικής.